οργανογραφία

οργανογραφία
η
1. βιολ. η περιγραφή τών οργάνων ζώων ή φυτών, αλλ. οργανολογία
2. μουσ. κλάδος τής μουσικολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τών μουσικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organography (< όργανο + -γραφία < -γράφος < γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οργανογραφικός — ή, ό [οργανογραφία] ο σχετικός με την οργανογραφία …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

  • οργανολογία — η 1. (βιολ. μουσ.) η οργανογραφία 2. τεχνολ. η κατασκευή και η χρήση οργάνων και συσκευών για την εκτέλεση μετρήσεων ακριβείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. organology (< όργανο + λογία*), ενώ με τη δεύτερη σημ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”